- αὐτοκάβδαλος
- αὐτοκάβδαλοςdone carelesslymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοκάβδαλος — αὐτοκάβδαλος, ον (Α) 1. αυτός που έγινε πρόχειρα ή απρόσεκτα 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ αὐτοκάβδαλοι βωμολόχοι ηθοποιοί που απαγγέλλουν αυτοσχεδιάζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας] … Dictionary of Greek
αὐτοκαβδάλως — αὐτοκάβδαλος done carelessly adverbial αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκάβδαλον — αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem acc sg αὐτοκάβδαλος done carelessly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκαβδάλους — αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκαβδάλων — αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκάβδαλα — αὐτοκάβδαλος done carelessly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκάβδαλοι — αὐτοκάβδαλος done carelessly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)